υπεραμύνσου
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
υπεραμύνσου
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος υπεραμύνομαι