υπεραυτοκίνητο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υπεραυτοκίνητο | τα | υπεραυτοκίνητα |
γενική | του | υπεραυτοκίνητου & υπεραυτοκινήτου |
των | υπεραυτοκίνητων & υπεραυτοκινήτων |
αιτιατική | το | υπεραυτοκίνητο | τα | υπεραυτοκίνητα |
κλητική | υπεραυτοκίνητο | υπεραυτοκίνητα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπεραυτοκίνητο < υπερ- + αυτοκίνητο ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) supercar)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπεραυτοκίνητο ουδέτερο
- (νεολογισμός) αυτοκίνητο με υπερβολικά καλές επιδόσεις σε κάποιον ή κάποιους τομείς
- Το Korres Prototype-4 δεν είναι κάποιο καινούργιο άρωμα καλλυντικών της γνωστής εταιρείας, αλλά το ελληνικό υπεραυτοκίνητο το οποίο έχει πλέον τη δυνατότητα σε λίγους μήνες να βγει στην παραγωγή. (*)