υπερβάλλοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
υπερβάλλοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος υπερβάλλω
Μετοχή[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υπερβάλλων & υπερβάλλοντας |
η | υπερβάλλουσα | το | υπερβάλλον |
γενική | του | υπερβάλλοντος & υπερβάλλοντα |
της | υπερβάλλουσας & υπερβαλλούσης* |
του | υπερβάλλοντος |
αιτιατική | τον | υπερβάλλοντα | την | υπερβάλλουσα | το | υπερβάλλον |
κλητική | υπερβάλλων & υπερβάλλοντα |
υπερβάλλουσα | υπερβάλλον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υπερβάλλοντες | οι | υπερβάλλουσες | τα | υπερβάλλοντα |
γενική | των | υπερβαλλόντων | των | υπερβαλλουσών | των | υπερβαλλόντων |
αιτιατική | τους | υπερβάλλοντες | τις | υπερβάλλουσες | τα | υπερβάλλοντα |
κλητική | υπερβάλλοντες | υπερβάλλουσες | υπερβάλλοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχοντας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
υπερβάλλοντας, -ουσα, ον
- άλλη μορφή του υπερβάλλων με νεότερες καταλήξεις
- ↪ ο υπερβάλλοντας ζήλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερβάλλοντας
|
Κατηγορίες:
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα - άκλιτες (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'τρέχων' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'τρέχοντας' (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)