υπερβόσκηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερβόσκηση οι υπερβοσκήσεις
      γενική της υπερβόσκησης* των υπερβοσκήσεων
    αιτιατική την υπερβόσκηση τις υπερβοσκήσεις
     κλητική υπερβόσκηση υπερβοσκήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερβοσκήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερβόσκηση < υπερ- + βόσκηση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπερβόσκηση θηλυκό

  • η εντατική και καθ' υπερβολή βόσκηση μιας περιοχής, με αρνητικές γι' αυτή συνέπειες
    Μάλιστα η καταστροφή σε ορισμένες περιπτώσεις γίνεται με τραγικές συνθήκες που συνιστούν απλώς μία φάση πριν από την πλήρη ερημοποίηση και το απογύμνωμα των βουνών με διάβρωση. Κύριο αίτιο της σημερινής κατάστασης φαίνεται να είναι ο συνδυασμός της φωτιάς με την υπερβόσκηση που την ακολουθεί. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]