υπεργείως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/?/
Επίρρημα[επεξεργασία]
υπεργείως (el)
- πάνω από την γη/το έδαφος, με υπέργειο τρόπο
/?/
υπεργείως (el)