υπεργλυκαιμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπεργλυκαιμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hyperglycémiant < hyperglycémie < glycémie < αρχαία ελληνική γλυκύς + αἷμα
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
υπεργλυκαιμικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με την υπεργλυκαιμία, αναφέρεται σ’ αυτήν ή την προκαλεί
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπεργλυκαιμικός αρσενικό
- (ιατρική) αυτός που έχει υπεργλυκαιμία, που πάσχει απ’ αυτή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπεργλυκαιμικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)