υπερδιόρθωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερδιόρθωση οι υπερδιορθώσεις
      γενική της υπερδιόρθωσης* των υπερδιορθώσεων
    αιτιατική την υπερδιόρθωση τις υπερδιορθώσεις
     κλητική υπερδιόρθωση υπερδιορθώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερδιορθώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπερδιόρθωση < υπερ- + διόρθωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hypercorrection)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υπερδιόρθωση θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]