υπερεπίπεδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερεπίπεδο < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; Μορφολογικά αναλύεται σε υπερ- + επίπεδο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.pe.ɾeˈpi.pe.ðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πε‐ρε‐πί‐πε‐δο
- παλιότερος συλλαβισμός : υ‐περ‐ε‐πί‐πε‐δο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερεπίπεδο ουδέτερο
- (γεωμετρία) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- → χρειάζεται παράθεμα από εγχειρίδιο}}
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερεπίπεδο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπερ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωμετρία (νέα ελληνικά)
- Ελλείποντες ορισμοί
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)