υπερεπίπεδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπερεπίπεδο τα υπερεπίπεδα
      γενική του υπερεπιπέδου
υπερεπίπεδου
των υπερεπιπέδων
    αιτιατική το υπερεπίπεδο τα υπερεπίπεδα
     κλητική υπερεπίπεδο υπερεπίπεδα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερεπίπεδο < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   Μορφολογικά αναλύεται σε υπερ- + επίπεδο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.pe.ɾeˈpi.pe.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πε‐ρε‐πί‐πε‐δο
παλιότερος συλλαβισμός: υ‐περ‐ε‐πί‐πε‐δο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπερεπίπεδο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]