Μετάβαση στο περιεχόμενο

υπερηφάνεια

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερηφάνεια οι υπερηφάνειες
      γενική της υπερηφάνειας των υπερηφανειών
    αιτιατική την υπερηφάνεια τις υπερηφάνειες
     κλητική υπερηφάνεια υπερηφάνειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπερηφάνεια < υπερηφανεύομαι + -εια  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.pe.ɾiˈfa.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπερηφάνεια δείτε και περηφάνια

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υπερηφάνεια θηλυκό

  • το θετικό συναίσθημα που νιώθει κάποιος όταν έχει επιτελέσει ένα αξιόλογο έργο, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα την αυτοεπιβεβαίωσή του
  • το συναίσθημα που νιώθει κάποιος όταν συνειδητοποιεί την αξία του ως άνθρωπος και πλήττεται όταν κάποιος προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του
  • (αρνητικά) η αλαζονεία

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]