υπερηφανεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερηφανεύομαι < ελληνιστική ὑπερηφανεύομαι < αρχαία ελληνική ὑπερήφανος

Ρήμα[επεξεργασία]

υπερηφανεύομαι ή περηφανεύομαι

  • εκδηλώνω την περηφάνια μου για κάποιο προσόν ή επίτευγμά μου
συχνά υπερηφανεύεται για τις επιδόσεις του στα μαθήματα και αυτό τον κάνει αντιπαθή

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]