υπερθερμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερθερμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: hyperthermic < ελληνιστική κοινή ὑπέρθερμος
Επίθετο[επεξεργασία]
υπερθερμικός
- που έχει σχέση με την εφαρμογή υψηλών θερμοκρασιών για θεραπευτικούς σκοπούς ή αναφέρεται σ’ αυτή
- άλλη μορφή του υπέρθερμος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις υπέρθερμος, υπέρ και θερμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερθερμικός