υπερθυρεοειδισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερθυρεοειδισμός < υπερ- + θυρεοειδής + -ισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερθυρεοειδισμός αρσενικό
- η υπερβολική έκκριση ορμονών από τον θυρεοειδή αδένα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερθυρεοειδισμός