υπερισχύσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

υπερισχύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υπερισχύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερισχύω
  3. θα υπερισχύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερισχύω