υπερκαλλιέργεια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερκαλλιέργεια | οι | υπερκαλλιέργειες |
γενική | της | υπερκαλλιέργειας | των | υπερκαλλιεργειών |
αιτιατική | την | υπερκαλλιέργεια | τις | υπερκαλλιέργειες |
κλητική | υπερκαλλιέργεια | υπερκαλλιέργειες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπερκαλλιέργεια < υπερ- + -καλλιέργεια• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπερκαλλιέργεια θηλυκό
- (γεωπονία) υπερβολική, εξαντλητική καλλιέργεια
Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπερκαλλιέργεια
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπερ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -καλλιέργεια (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωπονία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)