Μετάβαση στο περιεχόμενο

υπερκαλλιέργεια

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερκαλλιέργεια οι υπερκαλλιέργειες
      γενική της υπερκαλλιέργειας των υπερκαλλιεργειών
    αιτιατική την υπερκαλλιέργεια τις υπερκαλλιέργειες
     κλητική υπερκαλλιέργεια υπερκαλλιέργειες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπερκαλλιέργεια < υπερ- + -καλλιέργεια Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υπερκαλλιέργεια θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]