υπερκαλύπτομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερκαλύπτομαι < παθητική φωνή του ρήματος υπερκαλύπτω
Ρήμα[επεξεργασία]
υπερκαλύπτομαι
- καλύπτομαι σε βαθμό μεγαλύτερο από αυτόν που ήταν αρχικά αναγκαίος
- η ανάγκη για φιάλες αίματος υπερκαλύφθηκε από τη συγκινητική προσφορά του κοινού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερκαλύπτομαι