υπερκερώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερκερώ < αρχαία ελληνική ὑπερκεράω

Ρήμα[επεξεργασία]

υπερκερώ

  1. υπερβαίνω, ξεπερνώ, παρακάμπτω τα άκρα, δηλαδή τα κέρατα (από το κέρας) μιας εχθρικής συντεταγμένης παράταξης ούτως ώστε να περικυκλώσω το εχθρικό στράτευμα ή να υπερφαλλαγίσω τον εχθρό
  2. αντιμετωπίζω νικηφόρα τις όποιες δύσκολες καταστάσεις ανέκυψαν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]