υπερλίπωση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερλίπωση | οι | υπερλιπώσεις |
γενική | της | υπερλίπωσης* | των | υπερλιπώσεων |
αιτιατική | την | υπερλίπωση | τις | υπερλιπώσεις |
κλητική | υπερλίπωση | υπερλιπώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερλιπώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπερλίπωση θηλυκό
- η υπερβολική αύξηση, τοπική ή γενική του λιπώδους ιστού του σώματος.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπερλίπωση
|