υπερμετάδοση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερμετάδοση | οι | υπερμεταδόσεις |
γενική | της | υπερμετάδοσης* | των | υπερμεταδόσεων |
αιτιατική | την | υπερμετάδοση | τις | υπερμεταδόσεις |
κλητική | υπερμετάδοση | υπερμεταδόσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερμεταδόσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.peɾ.meˈta.ðo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐με‐τά‐δο‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπερμετάδοση θηλυκό
- ((επιδημιολογία) η ταχύτατη μετάδοση (ασθένειας / πληροφορίας κ.λπ.
- ※ Πρέπει να παρέμβουμε στους χώρους όπου παρατηρείται υπερμετάδοση, στην εστίαση, τη διασκέδαση, τα γήπεδα για να αναχαιτίσουμε τη διασπορά του ιού στον τρόπο και το μέτρο που μπορούμε (εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 28/12/2021, [1])
- ※ Η εξάρτηση της καθημερινότητας μας από τον τομέα της τεχνολογίας και του διαδικτύου, διευκόλυνε την ταχεία υπερμετάδοση της πληροφορίας (Κασσιανή Κοκτσίδου, Η τρομοκρατία στον κυβερνοχώρο. Μελέτη περίπτωσης ISIS, διπλωματική εργασία, Σχολή Οικονομικών, Επιχειρηματικών και Διεθνών Σπουδών. Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου Πειραιώς, 2021 [2])
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπερμετάδοση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπερ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επιδημιολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)