υπερομοταξία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπερομοταξία < υπερ- + ομοταξία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπερομοταξία θηλυκό
- (ταξινομία) ταξινομική βαθμίδα ανώτερη της ομοταξίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπερομοταξία
|