υπεροπλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπεροπλία < αρχαία ελληνική ὑπεροπλία < ὑπέροπλος < ὑπέρ + ὅπλον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπεροπλία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπεροπλία
|