υπερουσιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερουσιότητα < υπερούσιος + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερουσιότητα θηλυκό
- (λόγιο) (θρησκεία) η ιδιότητα ή η κατάσταση του υπερούσιου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερουσιότητα
|