υπερπλήρωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερπλήρωση οι υπερπληρώσεις
      γενική της υπερπλήρωσης* των υπερπληρώσεων
    αιτιατική την υπερπλήρωση τις υπερπληρώσεις
     κλητική υπερπλήρωση υπερπληρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερπληρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερπλήρωση < ελληνιστική κοινή ὑπερπλήρωσις[1] < αρχαία ελληνική ὑπερπληρόω / ὑπερπληρῶ < ὑπέρ + πλήρης (μηχανολογία: (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική supercharge[1])

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπερπλήρωση θηλυκό

  1. η υπερβολική πλήρωση
     συνώνυμα: παραγέμισμα
  2. (μηχανολογία) υπερσυμπίεση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 υπερπλήρωσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)