υπερπροστασία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπερπροστασία < υπερ- + προστασία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική overprotection
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπερπροστασία θηλυκό χωρίς πληθυντικό
- (ψυχολογία) η υπερβολική φροντίδα και προστασία των γονιών προς τα παιδιά τους με τρόπο που να περιορίζονται η αυτενέργεια και η πρωτοβουλία των παιδιών και να αποκτούν σχέση εξάρτησης με τους γονείς τους
- με την υπερπροστασία τους έγινε μαλθακός
- το αντιηλιακό έχει δείκτη υπερπροστασίας από τον ήλιο
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπερπροστασία