υπερπρόσληψη
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερπρόσληψη | οι | υπερπροσλήψεις |
γενική | της | υπερπρόσληψης | των | υπερπροσλήψεων |
αιτιατική | την | υπερπρόσληψη | τις | υπερπροσλήψεις |
κλητική | υπερπρόσληψη | υπερπροσλήψεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.peɾˈpɾo.sli.psi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐πρό‐σλη‐ψη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπερπρόσληψη θηλυκό
- (νεολογισμός) η υπερβολική πρόσληψη, για παράδειγμα ουσιών
- ※ Υπερπρόσληψη ζάχαρης λόγω κακού υπολογισμού (*, Η Καθημερινή, 21 Ιουλίου 2018)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπερπρόσληψη
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπερ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)