υπερπυρεξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερπυρεξία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερπυρεξία θηλυκό
- (ιατρική) παθολογική κατάσταση της ομοιόστασης όπου η θερμοκρασία του σώματος ισορροπεί πολύ υψηλότερα του κανονικού (πάνω από 40 °C)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερπυρεξία