υπερσυγκέντρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερσυγκέντρωση | οι | υπερσυγκεντρώσεις |
γενική | της | υπερσυγκέντρωσης* | των | υπερσυγκεντρώσεων |
αιτιατική | την | υπερσυγκέντρωση | τις | υπερσυγκεντρώσεις |
κλητική | υπερσυγκέντρωση | υπερσυγκεντρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερσυγκεντρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπερσυγκέντρωση < υπερ- + συγκέντρωση, (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική overconcentration)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπερσυγκέντρωση θηλυκό
- (επιτατικό ουσιαστικό) πάρα πολύ μεγάλη συγκέντρωση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις υπέρ και συγκεντρώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπερσυγκέντρωση
Πηγές
[επεξεργασία]- υπερσυγκέντρωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπερ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επιτατικά ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)