υπερσυγκέντρωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερσυγκέντρωση οι υπερσυγκεντρώσεις
      γενική της υπερσυγκέντρωσης* των υπερσυγκεντρώσεων
    αιτιατική την υπερσυγκέντρωση τις υπερσυγκεντρώσεις
     κλητική υπερσυγκέντρωση υπερσυγκεντρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερσυγκεντρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπερσυγκέντρωση < υπερ- + συγκέντρωση, (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική overconcentration)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υπερσυγκέντρωση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]