υπερτιμολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερτιμολογώ < από το ουσιαστικό υπερτιμολόγηση

Ρήμα[επεξεργασία]

υπερτιμολογώ

  • κάνω υπερτιμολόγηση, εκδίδω (ή αποδέχομαι) τιμολόγιο με ποσό μεγαλύτερο από την πραγματική του αξία του αγαθού ή της παροχής υπηρεσίας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]