υπερυδροφοβικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερυδροφοβικός η υπερυδροφοβική το υπερυδροφοβικό
      γενική του υπερυδροφοβικού της υπερυδροφοβικής του υπερυδροφοβικού
    αιτιατική τον υπερυδροφοβικό την υπερυδροφοβική το υπερυδροφοβικό
     κλητική υπερυδροφοβικέ υπερυδροφοβική υπερυδροφοβικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερυδροφοβικοί οι υπερυδροφοβικές τα υπερυδροφοβικά
      γενική των υπερυδροφοβικών των υπερυδροφοβικών των υπερυδροφοβικών
    αιτιατική τους υπερυδροφοβικούς τις υπερυδροφοβικές τα υπερυδροφοβικά
     κλητική υπερυδροφοβικοί υπερυδροφοβικές υπερυδροφοβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερυδροφοβικός < υπερ- + υδροφοβικός ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) superhydrophobic)

Επίθετο[επεξεργασία]

υπερυδροφοβικός, -η, -ο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]