υπερφαγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερφαγία οι υπερφαγίες
      γενική της υπερφαγίας των υπερφαγιών
    αιτιατική την υπερφαγία τις υπερφαγίες
     κλητική υπερφαγία υπερφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερφαγία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hyperphagia < αρχαία ελληνική ὑπέρ + -φαγία (< τρώγω) (αντιδάνειο)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.peɾ.faˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐περ‐φα‐γί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπερφαγία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr