υπερφαλαγγίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερφαλαγγίζω < αρχαία ελληνική ὑπερφαλαγγέω / ὑπερφαλαγγῶ < ὑπέρ + φάλαγξ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.peɾ.fa.laŋˈɟi.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

υπερφαλαγγίζω (παθητική φωνή: υπερφαλαγγίζομαι)

  1. (στρατιωτικός όρος) κυκλώνω τα αντίπαλα στρατεύματα αναπτύσσοντας τα δικά μου πέρα από τις άκρες των στρατευμάτων των αντιπάλων
  2. (κατ’ επέκταση) υπερκεράζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]