υπερφορολόγηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερφορολόγηση | οι | υπερφορολογήσεις |
γενική | της | υπερφορολόγησης* | των | υπερφορολογήσεων |
αιτιατική | την | υπερφορολόγηση | τις | υπερφορολογήσεις |
κλητική | υπερφορολόγηση | υπερφορολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερφορολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερφορολόγηση < υπερφορολογώ + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική overtaxation[1])
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερφορολόγηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του υπερφορολογώ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερφορολόγηση
- ↑ υπερφορολόγηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)