υπερφουσκώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερφουσκώνομαι, παθητική φωνή του ρήματος υπερφουσκώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

υπερφουσκώνομαι

Κλίση[επεξεργασία]