υπερωικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπερωικός < υπερώα, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική vélaire
Επίθετο
[επεξεργασία]υπερωικός, -ή, -ό
- (γλωσσολογία) (φθόγγος) που προφέρεται με το πίσω μέρος της γλώσσας σε επαφή με ή πολύ κοντά στη μαλακή υπερώα