υπερόπτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερόπτισσα οι υπερόπτισσες
      γενική της υπερόπτισσας των υπεροπτισσών
    αιτιατική την υπερόπτισσα τις υπερόπτισσες
     κλητική υπερόπτισσα υπερόπτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερόπτισσα < υπερόπτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπερόπτισσα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη υπερόπτης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]