υπεσχημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑπεσχημένος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπεσχημένος η υπεσχημένη το υπεσχημένο
      γενική του υπεσχημένου της υπεσχημένης του υπεσχημένου
    αιτιατική τον υπεσχημένο την υπεσχημένη το υπεσχημένο
     κλητική υπεσχημένε υπεσχημένη υπεσχημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπεσχημένοι οι υπεσχημένες τα υπεσχημένα
      γενική των υπεσχημένων των υπεσχημένων των υπεσχημένων
    αιτιατική τους υπεσχημένους τις υπεσχημένες τα υπεσχημένα
     κλητική υπεσχημένοι υπεσχημένες υπεσχημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπεσχημένος < αρχαία ελληνική ὑπεσχημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ὑπισχνέομαι / ὑπισχνοῦμαι

Μετοχή[επεξεργασία]

υπεσχημένος, -η, -ο

  1. (λόγιο) που τον έχουν υποσχεθεί σε κάποιον, τον έχουν τάξει
  2. (ουσιαστικοποιημένο) τα υπεσχημένα: (λόγιο) οι υποσχέσεις

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]