υπηκοότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπηκοότητα < (κληρονομημένο) καθαρεύουσα ὑπηκοότης < ὑπήκοος + -ότης/-ότητα < αρχαία ελληνική ὑπήκοος < ὑπακούω
Ουσιαστικό
υπηκοότητα θηλυκό
Μεταφράσεις
υπηκοότητα
|
|