υπηρετικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπηρετικός η υπηρετική το υπηρετικό
      γενική του υπηρετικού της υπηρετικής του υπηρετικού
    αιτιατική τον υπηρετικό την υπηρετική το υπηρετικό
     κλητική υπηρετικέ υπηρετική υπηρετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπηρετικοί οι υπηρετικές τα υπηρετικά
      γενική των υπηρετικών των υπηρετικών των υπηρετικών
    αιτιατική τους υπηρετικούς τις υπηρετικές τα υπηρετικά
     κλητική υπηρετικοί υπηρετικές υπηρετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπηρετικός < αρχαία ελληνική ὑπηρετικός ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική gens de service[1] [2])

Επίθετο[επεξεργασία]

υπηρετικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. υπηρετικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. υπηρετικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)