υπνοβατώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
υπνοβατώ
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | υπνοβατώ | υπνοβατούσα | θα υπνοβατώ | να υπνοβατώ | υπνοβατώντας | |
β' ενικ. | υπνοβατείς | υπνοβατούσες | θα υπνοβατείς | να υπνοβατείς | (υπνοβάτει) | |
γ' ενικ. | υπνοβατεί | υπνοβατούσε | θα υπνοβατεί | να υπνοβατεί | ||
α' πληθ. | υπνοβατούμε | υπνοβατούσαμε | θα υπνοβατούμε | να υπνοβατούμε | ||
β' πληθ. | υπνοβατείτε | υπνοβατούσατε | θα υπνοβατείτε | να υπνοβατείτε | υπνοβατείτε | |
γ' πληθ. | υπνοβατούν(ε) | υπνοβατούσαν(ε) | θα υπνοβατούν(ε) | να υπνοβατούν(ε) |