υπνοβατώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπνοβατώ < ύπνος + -βατώ(βαίνω)

Ρήμα[επεξεργασία]

υπνοβατώ

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. υπνοβατώ υπνοβατούσα θα υπνοβατώ να υπνοβατώ υπνοβατώντας
β' ενικ. υπνοβατείς υπνοβατούσες θα υπνοβατείς να υπνοβατείς (υπνοβάτει)
γ' ενικ. υπνοβατεί υπνοβατούσε θα υπνοβατεί να υπνοβατεί
α' πληθ. υπνοβατούμε υπνοβατούσαμε θα υπνοβατούμε να υπνοβατούμε
β' πληθ. υπνοβατείτε υπνοβατούσατε θα υπνοβατείτε να υπνοβατείτε υπνοβατείτε
γ' πληθ. υπνοβατούν(ε) υπνοβατούσαν(ε) θα υπνοβατούν(ε) να υπνοβατούν(ε)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]