υπνοδωμάτιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπνοδωμάτιο < (μαρτυρείται από το 1883) (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Schlafzimmer
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπνοδωμάτιο ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη κρεβατοκάμαρα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπνοδωμάτιο
→ δείτε τη λέξη κρεβατοκάμαρα |