υπνοθεραπεία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπνοθεραπεία < ύπν(ος) + -ο- + -θεραπεία, λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hypnotherapy[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sleep-cure[2] < ύπνωση αρχαία ελληνική ὕπνος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.pno.θe.ɾaˈpi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πνο‐θε‐ρα‐πεί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπνοθεραπεία θηλυκό
- (ψυχιατρική) ψυχοθεραπευτική μέθοδος με την οποία ο θεραπευτής χρησιμοποιεί συγκεκριμένες τεχνικές χαλάρωσης για να βοηθήσει τον θεραπευόμενο να αλλάξει συναισθήματα, αντιλήψεις, σκέψεις και συμπεριφορά βελτιώνοντας έτσι εκτός από την ψυχική και την σωματική του υγεία
- κλινική υπνοθεραπεία
- σειρά μαθημάτων υπνοθεραπείας
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπνοθεραπεία
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ υπνοθεραπεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -θεραπεία (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)