υπνωτίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπνωτίστρια < υπνωτιστής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπνωτίστρια θηλυκό
- (επάγγελμα) → δείτε τη λέξη υπνωτιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπνωτίστρια