υποβαθμίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υποβαθμίζω < υπο- + βαθμ(ός) + -ίζω < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική downgrade[1])

Ρήμα[επεξεργασία]

υποβαθμίζω, αόρ.: υποβάθμισα, παθ.φωνή: υποβαθμίζομαι, π.αόρ.: υποβαθμίστηκα, μτχ.π.π.: υποβαθμισμένος

  1. κατατάσσω σε κατώτερη κατηγορία
    οι οίκοι αξιολόγησης υποβάθμισαν την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας
    η ομάδα υποβαθμίστηκε στη Β' Εθνική
  2. μειώνω τη σημασία ενός γεγονότος, συχνά για να διασκεδάσω τις εντυπώσεις
  3. (πληροφορική) downgrade: επαναφέρω λογισμικό σε παλαιότερη έκδοση

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]