υποβρυχίως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποβρυχίως < υποβρύχι(ος) + -ως [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.po.vɾiˈçi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐βρυ‐χί‐ως
- τονικό παρώνυμο: υποβρύχιος
Επίρρημα[επεξεργασία]
υποβρυχίως
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποβρυχίως
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ υποβρύχιος, υποβρυχίως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας