υπογραφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπογραφή < ελληνιστική ὑπογραφή < ὑπογράφω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπογραφή θηλυκό
- η ιδιόχειρη αναγραφή του ονόματός μου, συνήθως με έναν ιδιαίτερο προσωπικό τρόπο που είναι δύσκολο να αντιγραφεί
- η ενέργεια με την οποία επικυρώνει κάποιος ένα επίσημο έγγραφο, π.χ συμβόλαιο, διακρατική συμφωνία κ.λπ.
- το απόγευμα θα πάμε στο συμβολαιογράφο για την υπογραφή των συμβολαίων
- (μεταφορικά) οτιδήποτε χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η πατρότητα μιας ενέργειας
- (κατ' επέκταση) ενδείξεις οι οποίες υποδηλώνουν την πατρότητα μιας ενέργειας ή αντικειμένου
- (πληροφορική) ένα μοτίβο που χρησιμοποιείται για να αναγνωριστεί η ταυτότητα ενός ιού
- (προγραμματισμός, αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) το πλήθος (η τάξη) και ο τύπος των παραμέτρων, που δηλώνονται στην επικεφαλίδα μιάς συνάρτησης ή μεθόδου. Καλείται υπογραφή, διότι αυτά είναι τα στοιχεία που ξεχωρίζουν συναρτήσεις ή μεθόδους με το ίδιο όνομα
- Οι συναρτήσεις:
int add(int a, int b) {return a + b; }
καιfloat add(float a, float b) {return a + b; }
έχουν το ίδιο όνομα (add
) αλλά διαφορετική υπογραφή(int, int)
και(float, float)
αντίστοιχα
- Οι συναρτήσεις:
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- την υπογραφή σου και την ψ**ή σου (το πουλί σου/το άλλο/το κάτω κεφάλι) πρέπει να προσέχεις που τη βάζεις
- πέφτουν οι υπογραφές:
- και μόλις πέσουν οι υπογραφές θα γίνει δικό σου το σπίτι
- φέρνω/φέρω την υπογραφή: