υποδαυλίζοντας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Μετοχή[επεξεργασία]

υποδαυλίζοντας άκλιτο

  • μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος υποδαυλίζω
    ※  ...την πλοκή σε μια κορύφωση, υποδαυλίζοντας την αδημονία του αναγνώστη να διαβάσει τη συνέχεια της ιστορίας (εφημερίδα Καθημερινή, 24/6/2009)