υποδηματοποιείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποδηματοποιείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὑποδηματοποιεῖον, υποδηματο(ποιός) + -ποιείο < → δείτε τη λέξη υπόδημα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.po.ði.ma.to.piˈi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐δη‐μα‐το‐ποι‐εί‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποδηματοποιείο ουδέτερο
- (υπόδηση) επίσημη ονομασία για εργαστήριο που επιδιορθώνει ή φτιάχνει παπούτσια
- ≈ συνώνυμα: τσαγκάρικο, παπουτσάδικο, παπουτσίδικο και καβάφικο
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη υπόδημα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποδηματοποιείο
Πηγές[επεξεργασία]
- υποδηματοποιείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ὑποδηματοποιεῖον - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποιείο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Υπόδηση (νέα ελληνικά)
- Επίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)