υποδοχέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποδοχέας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑποδοχεύς (ὑπο- + δοχεύς), μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική socket[1] & γαλλική récepteur[2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.po.ðoˈçe.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐δο‐χέ‐ας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποδοχέας αρσενικό
- (τεχνολογία) ειδικά κατασκευασμένο μέρος συσκευής για να υποδέχεται πρόσθετο εξάρτημα
- (ανατομία) αισθητηριακό στοιχείο που νευρικού συστήματος που παραλαμβάνει ερεθίσματα για να τα μεταδώσει ως πληροφορίες
- ειδική κατασκευή για να συλλέγονται υγρά
- (σπάνιο) που υποδέχεται κάποιον ή κάτι
- (φυσιολογία) κυτταρικές ή νευρικές απολήξεις που αντιδρούν σε εξωτερικά ερεθίσματα
- (αθλητισμός βόλεϊ) ο αθλητής που υποδέχεται αρχικά την μπάλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ υποδοχέας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ υποδοχέας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αμφορέας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Φυσιολογία (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)