υποζύγιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

υποζύγιο : ζώο που χρησιμοποιούμε για μεταφορά.[επεξεργασία]

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υποζύγιο τα υποζύγια
      γενική του υποζυγίου
υποζύγιου
των υποζυγίων
    αιτιατική το υποζύγιο τα υποζύγια
     κλητική υποζύγιο υποζύγια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υποζύγιο < αρχαία ελληνική ὑποζύγιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υποζύγιο ουδέτερο

  • ζώο που χρησιμοποιείται για την έλξη τροχοφόρων ή για να μεταφέρει φορτία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]