υποζύγιο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποζύγιο < (διαχρονικό δάνειο) νέα ελληνική ὑποζύγιον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υποζύγιο ουδέτερο
- (λόγιο) ζώο που χρησιμοποιείται για την έλξη τροχοφόρων, να μεταφέρει φορτία και για άλλες εργασίες που απαιτούν μεγάλη σωματική δύναμη
- (μεταφορικά) πρόσωπο ή σύνολο ανθρώπων που επιβαρύνεται, συνήθως οικονομικώς
- ⮡ Φορολογικά υποζύγια.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υποζύγιο
|
Πηγές
[επεξεργασία]- υποζύγιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- υποζύγιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα νέα ελληνικά (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νέα ελληνικά (αρχαία ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)