Μετάβαση στο περιεχόμενο

υποζύγιο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υποζύγιο τα υποζύγια
      γενική του υποζυγίου
& υποζύγιου
των υποζυγίων
    αιτιατική το υποζύγιο τα υποζύγια
     κλητική υποζύγιο υποζύγια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υποζύγιο < (διαχρονικό δάνειο) νέα ελληνική ὑποζύγιον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υποζύγιο ουδέτερο

  1. (λόγιο) ζώο που χρησιμοποιείται για την έλξη τροχοφόρων, να μεταφέρει φορτία και για άλλες εργασίες που απαιτούν μεγάλη σωματική δύναμη
  2. (μεταφορικά) πρόσωπο ή σύνολο ανθρώπων που επιβαρύνεται, συνήθως οικονομικώς
      Φορολογικά υποζύγια.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]