υποθέσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
υποθέσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υποθέτω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποθέτω
- θα υποθέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποθέτω