υποθεματοφύλακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποθεματοφύλακας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποθεματοφύλακας αρσενικό
- (επάγγελμα) άνθρωπος ή εταιρεία που αναλαμβάνει με εντολή θεματοφύλακα ρόλο φύλαξης περιουσιακών στοιχείων που έχουν αρχικά ανατεθεί για φύλαξη σε αυτόν (το θεματοφύλακα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποθεματοφύλακας
|